χαλκιδεύς

χαλκιδεύς
χαλκῐδ-εύς, έος, ,
A inhabitant of Chalcis, Hdt.5.74, etc.: acc. pl.

Χαλκιδέας Ar.Eq. 238

.
II expld. by δειλός, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Χαλκιδεύς — inhabitant of Chalcis masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδεύς — Σπαρτιάτης ναύαρχος, μαζί με τον οποίο ο Αλκιβιάδης, μετά την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία (412 π.Χ.), ξεσήκωσε τους Ίωνες συμμάχους των Αθηναίων, να επαναστατήσουν. Αρχικά κατόρθωσε να ξεσηκώσει τη Χίο, τις Ερυθρές και τις Κλαζομενές, έπειτα δε …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδεῖ — Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδέας — ο / Χαλκιδεύς, έως, ΝΜΑ 1. κάτοικος τής Χαλκίδας, Χαλκιδαίος 2. κάτοικος τής Χαλκιδικής αρχ. ως προσηγ. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκιδεύς δειλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαλκίς, ίδος + κατάλ. εύς*] …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδεῖς — masc acc pl Χαλκιδεῖς masc nom/voc pl (parad form) Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc acc pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδῆς — Χαλκιδεῖς masc nom pl Χαλκιδεῖς masc nom/voc pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδέων — Χαλκιδεῖς masc gen pl Χαλκιδέω̆ν , Χαλκιδεῖς masc gen pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc gen pl Χαλκιδέω̆ν , Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδέως — Χαλκιδέω̆ς , Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc gen sg Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταιναριεύς — έως, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ιθαγενής, αυτόχθονας τού ακρωτηρίου Ταινάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταίναρος / Ταίναρον (πρβλ. Ταινάριος) + κατάλ. εύς (πρβλ. Χαλκιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • καλλίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”